Για πολλούς είναι σχεδόν αδύνατον να συνδέσουν την μελαγχολία, την δυσθυμία, και την δυσφορική διάθεση των παιδιών με την καταθλιπτική διαταραχή. Αυτό συχνά συμβαίνει διότι, συνήθως αποδίδουμε τις διακυμάνσεις της διάθεσης στα μικρά μας σε ανώριμες και άγουρες συμπεριφορές που σχετίζονται με την ¨τεμπελιά¨ την ¨αταξία¨ την ¨κακομαθησια¨. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να περάσει απαρατήρητη μία σοβαρή και ίσως χρόνια κατάσταση Γενικευμένης Διαταραχής Του Συναισθήματος.
Υπάρχουν πολλοί που ακόμα και σήμερα πιστεύουν πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μία τέτοιου είδους παθολογία σε παιδιά. Δυστυχώς όμως, τα ποσοστά και οι πολύχρονες επιστημονικές έρευνες αποδεικνύουν το αντίθετο. Ολοένα και περισσότερο αυξάνεται ο αριθμός των καταθλιπτικών παιδιών. Πιο συγκεκριμένα περίπου το 5% των παιδιών που είναι ακόμη σε προ-νηπιακή ηλικία πάσχουν από την νόσο ενώ το ποσοστό των παιδιών που διανύουν την πρώτη δεκαετία της ζωής τους αγγίζει ακόμα και το 14%.
Τα ποσοστά αυξάνονται με την μετάβαση στην εφηβεία καθώς είναι και περισσότερο ανιχνεύσιμα αγγίζοντας ένα ποσοστό του 20-30%. Ενώ 1 στα 5 περίπου παιδιά παραπέμπονται σε παιδοψυχιατρικά τμήματα με την διάγνωση της καταθλιπτικής νόσου.
Ποιοι λοιπόν είναι οι παράγοντες που μπορεί να ενεργοποιήσουν την εμφάνιση της ασθένειας;
Γενετικοί και βιοχημικοί παράγοντες όπως κάποιες δυσλειτουργίες ορισμένων εγκεφαλικών χημικών ουσιών, των νευρομεταβιβαστών όπως (η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη). Η οικογενειακή προδιάθεση, εάν κάποιος συγγενείς πρώτου βαθμού πάσχει από την νόσο σε σταθερή και μακροχρόνια βάση αυτό αποτελεί έναν άξονα σοβαρής επιρρέπειας. Περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες όπως η απώλεια του γονέα, το διαζύγιο, η ενδο-οικογενειακή βία σε όλες τις μορφές της(λεκτική, μη-λεκτική και σωματική). Ακόμη η αλλαγή σπιτιού, τα οικονομικά προβλήματα και οι ψυχολογικές πιέσεις που επιφέρουν. Το χειρότερο είναι, πως στη σημερινή κοινωνία της κρίσης συμβάλει πολλές φορές ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων.
Ποια είναι τα σημαντικά κλινικά συμπτώματα που θα μας οδηγήσουν στην ανίχνευση του προβλήματος;
Χρησιμοποιώ την λέξη ανίχνευση διότι ο γονέας εδώ έχει το ρόλο του ιχνηλάτη. Ένα ρόλο πολύ ευαίσθητο που παίζει με τις ισορροπίες ανάμεσα στο να επιβάλλει τα όρια σε παιδικές ανώριμες συμπεριφορές και στο να ανακαλύψει πιθανά συμπτώματα μιας ψυχικής ασθένειας που πιθανόν κρύβονται πίσω από μία συναισθηματική αστάθεια που εμπεριέχει τον θυμό, την ευερεθιστότητα, την τεμπελιά, και την απάθεια.
Ας δούμε λοιπόν ένα κατάλογο από τα βασικότερα συμπτώματα που θα οδηγήσουν έναν ειδικό στην διάγνωση της καταθλιπτικής διαταραχής. Αλλά κυρίως θα ενεργοποιήσουν και το ένστικτο του γονέα να αναλάβει δράση. Εδώ είναι βασικό να τονιστεί πως είναι πιθανό να μην παρουσιαστούν όλα τα συμπτώματα αλλά κάποια από αυτά καθώς επίσης κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά της διάγνωσης είναι η διάρκεια(πάνω από ένα μήνα) η χρονιότητα και η αντικειμενική ενόχληση του παιδιού να ανταπεξέλθει στις δραστηριότητες του. Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν πως πολλά από τα συμπτώματα είναι συγκαλυμμένα.
Καταρχήν, υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν καθένα από αυτά.
Η πρώτη κατηγορία αφορά το συναίσθημα και περιλαμβάνει τα εξής κύρια συμπτώματα: Εκνευρισμό, θυμό, ακατάπαυστη λύπη και απελπισία, κοινωνική απόσυρση, αυξημένη ευαισθησία σε οποιαδήποτε κριτική καθώς και αίσθημα ενοχών. Επίσης, έντονο αίσθημα αναξιότητας που δημιουργεί πλήγμα στην αυτό-εκτίμηση του παιδιού.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά το φυτικό (Αυτόνομο) Νευρικό Σύστημα και τα συμπτώματα που περιλαμβάνει είναι τα εξής: Υπερυπνία/αυπνία, διαταραχές στην όρεξη αφαγία/υπερφαγία (σύνδεση παιδικής κατάθλιψης με παχυσαρκία) τα παιδιά συχνά συνδέουν το συναισθηματικό κενό ή άδειασμα με την κατανάλωση τροφής πλούσιας σε λιπαρά για να επιτύχουν την αίσθηση του κορεσμού. Η κόπωση, η εξάντληση, η απώλεια ενέργειας, και οι σωματικές ενοχλήσεις όπως οι πονοκέφαλοι οι πόνοι στους μύες αποτελούν επίσης χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κατηγορίας.
Η τρίτη κατηγορία αφορά την γενική πνευματική και σωματική κινητοποίηση του παιδιού σε αυτή τα συμπτώματα είναι τα εξής: Σημαντική απώλεια του ενδιαφέροντος, αίσθημα ανημποριάς (πεποίθηση πως δεν είμαι ικανός/η να καταφέρω τίποτα), έλλειψη ελπίδας, σκέψεις θανάτου και αυτοκτονικού ιδεασμού. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί πως το παιδί που είναι αποφασισμένο να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας δίνει τα αντίθετα μηνύματα στο περιβάλλον του έτσι ώστε να μην κινήσει υποψίες. Γι’αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά η γενική συμπεριφορά του που αφορά το τελευταίο διάστημα.
Η τελευταία κατηγορία συγγενεύει με την πρώτη και αφορά την σκέψη και την αντίληψη του παιδιού. Τα συμπτώματα που παρουσιάζονται είναι τα εξής: Χαμηλή εκτίμηση του εαυτού, σκέψεις αναξιότητας, μνημονικές διαταραχές (δυσκολεύεται να θυμηθεί κάτι που σκέπτονταν πριν από ένα δευτερόλεπτο) καθώς επίσης αντιμετωπίζει και δυσκολία στη συγκέντρωση (αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό από τον γονέα). Τέλος, δεν είναι απίθανο σε κάποιες περιπτώσεις και κάτω από ένα τραυματικό σοκ το παιδί να εμφανίσει ένα ψυχωτικό επεισόδιο χάνοντας την ροή του λόγου του και της σκέψης του καταλαμβανόμενο από εξωπραγματικές ιδέες.
Εδώ, θα ήθελα να αναφέρω πως όλη η παραπάνω συμπτωματολογία αφορά παιδιά νηπιακής και σχολικής ηλικίας. Υπάρχει όμως μία εξαιρετικά ευαίσθητη κατηγορία που δυστυχώς η ασθένεια κάνει και εκεί την εμφάνιση της αλλά είναι δύσκολα ανιχνεύσιμη και αφορά τα βρέφη και τα παιδιά προ-νηπιακής ηλικίας. Ας δούμε λοιπόν προσεχτικά ποια είναι η συμπτωματολογία της νόσου σε αυτή την κατηγορία: Αντιλαμβανόμαστε πως ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας που δεν έχει κατακτηθεί πλήρως η ανάπτυξη του λόγου και της αντίληψης θα πρέπει να υπάρξει μία περαιτέρω ευαισθητοποίηση τόσο στο γονεϊκό όσο και στο κλινικό κομμάτι. Τα βασικά κριτήρια λοιπόν που είναι ενδεικτικά μίας παθολογικής κατάστασης στα μικρά παιδιά και τα βρέφη είναι τα εξής: έντονο κλάμα χωρίς αιτία σε σταθερή και συστηματική βάση, άρνηση για οποιοδήποτε είδος τροφής ή λιχουδιάς, διαταραγμένος ύπνος (ξυπνάει πολλές φορές την νύχτα χωρίς να υπάρχει κάποια βιολογική ανάγκη), δείχνει να έχει σωματική επιβράδυνση (αργεί πολύ να περπατήσει) χωρίς να υπάρχουν οργανικά ευρήματα, ακόμη υπάρχουν κολικοί που ξεπερνούν τα ηλικιακά όρια και επεκτείνονται και σε ηλικία πέραν της καθαρά βρεφικής.
Τέλος, το παιδί ή το βρέφος μπορεί να παρουσιάσει ακόμα και ένα είδος ψευδο-αυτισμού με χαρακτηριστικό την επαναλαμβανόμενη κίνηση (εμπρός- πίσω) ή ακόμα και μία ένδειξη ελαφριάς νοητικής υστέρησης. Σε πολύ μικρή βρεφική ηλικία είναι δύσκολο για τον ειδικό αναπτυξιολόγο να κάνει την διαφορετική διάγνωση.
Αλλά σίγουρα αξιολογώντας την διάρκεια και την σταθερότητα του συμπτώματος είναι κάτι που θα διευκολύνει την διαδικασία της έγκυρης διάγνωσης.
Ποια λοιπόν θα πρέπει να είναι η προσέγγιση και αντιμετώπιση του παιδιού που διακατέχεται από την καταθλιπτική συμπτωματολογία;
Η αντιμετώπιση αυτής της παιδικής διαταραχής περιλαμβάνει ένα είδος θεραπευτικών προσεγγίσεων όπως η γνωσιακή και η συμπεριφορική που θα βοηθήσουν δραστικά την επίλυση προβλημάτων καθώς περιλαμβάνουν εκμάθηση νέων τρόπων σκέψης και δράσεις που ενισχύουν τις ικανότητες του παιδιού. Φυσικά ο ρόλος του γονέα στο κομμάτι της προσέγγισης είναι καθοριστικός.
Ο γονιός είναι αυτός που πρέπει να δώσει το μήνυμα στο μικρό του πως έχει αγάπη και κατανόηση και μία ανοιχτή υποστηρικτική αγκαλιά για κάθε προβληματισμό, παράπονο, και ματαίωση που μπορεί να του συμβεί. Πιο συγκεκριμένα είναι θετικό να ενθαρρύνουμε το παιδί μας να μιλήσει ανοιχτά για ότι του συμβαίνει χωρίς ίχνος επικριτικής διάθεσης. Ο γονιός πρέπει να μάθει καλά την τέχνη του καλού ακροατή. Αυτό σημαίνει πως δίνει χώρο στο παιδί του να εκφραστεί χωρίς να το διακόψει.
Ακόμη θα πρέπει να αποφεύγει να κάνει σχόλια που θα το κάνουν να νιώσει ντροπή και θα υποτιμήσουν το πρόβλημά του. Καλό θα ήταν να του κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις και να περιμένει την απάντηση ήρεμα και σιωπηλά. Αποφεύγουμε με κάθε τρόπο να δίνουμε συμβουλές του τύπου (Δεν το έκανες αυτό όπως σου είχα πει) ή να προβαίνουμε σε διαγνώσεις ( Είσαι άρρωστος αυτό είναι βέβαιο).
Δείχνουμε με την συμπεριφορά μας (λεκτική και μη λεκτική) πως είμαστε δίπλα του ακόμα και αν διαφωνούμε με κάτι που κάνει (συζητώντας πάντα τον λόγο της διαφωνίας μας). Επίσης, βοηθάμε το παιδί μας να καταλάβει πως υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι να αναλύσει τα συναισθήματά του(του δίνουμε επιλογές για να καταλάβει πως παρότι κάτι φαίνεται αρνητικό μπορεί να έχει και τις θετικές πλευρές του).
Προσπαθούμε να αναπτύξουμε ένα πλάνο δράσης σε δραστηριότητες που του αρέσουν (τρέξιμο, ποδήλατο ανάγνωση παραμυθιών, παιχνίδια) και να αφιερώσουμε ποιοτικό χρόνο μαζί του. Παίρνουμε πολύ σοβαρά την άποψή του για την αυτό-εικόνα του διότι αυτό αποτελεί και το κλειδί για να δουλέψουμε και να βάλουμε πιο γερά θεμέλια στο χτίσιμο της αυτό-εκτίμησης του. Χρησιμοποιούμε στρατηγικές και τεχνικές μάθησης τέτοιες που να θα το κινητοποιήσουν και θα ενεργοποιήσουν τα κίνητρα του. Επαινούμε πάντα κάθε του προσπάθεια μικρή και μεγάλη όταν τα καταφέρνει σε οποιοδήποτε τομέα.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η επικοινωνία, η αγάπη, η υπομονή, η αποδοχή των συναισθημάτων του, καθώς και η αναγνώριση του κουράγιου του να μιλήσει για δύσκολα συναισθήματα που το διακατέχουν βάζουν το σημαντικό λίθο στην σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα μας αλλά και στην θεραπευτική πορεία του.
Γράφει η Μαριάννα Μηττά, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια
iFeelKid team
kids internet radio