Ψάχνω ευκαιρία να παραχώσω κάπου το βιβλίο μέχρι να ξεχαστεί, να μην το διαβάσουμε για έκτο βράδυ στη σειρά, να μη βρεθούμε ξανά στο τρομαχτικό σύμπαν του με τις αργόσχολες γυναίκες που περνάνε τη μέρα τους στο κομμωτήριο και ζητάνε για χριστουγεννιάτικο δώρο, από το μεροκαματιάρη σύζυγο, μια γούνα τσιντσιλά.
Αν έβρισκα την ευκαιρία, μάλλον θα παράχωνα στο ίδιο σημείο και πεντέξι άλλα βιβλία, απ’ αυτά στα οποία κορίτσια υπάρχουν μόνο σε μορφή μοδίστρας ή νεράιδας ή πριγκίπισσας ή θηλυκού ζώου που τρέχει πίσω από ένα αρσενικό άλογο/κόκορα/ποντικοιππότη ικετεύοντας να την ξεμπλέξει από κάποια υφιστάμενη ή φανταστική συμφορά.
Κι ύστερα θα παραφούσκωνα αυτά που θα είχαν μείνει στη βιβλιοθήκη (εκείνα με τα αρσενικά άλογα/κόκορες/ποντικοιππότες/πεντάχρονα που κυνηγάνε αναίσχυντα τις περιπέτειες στην άλλη άκρη του κήπου -ή, ουάου, και έξω απ’ αυτόν), προσθέτοντάς τους σελίδες με θηλυκά που δεν είναι απλώς οι μαμάδες τους, που δεν ωρύονται από πίσω τους να προσέχουν, που δεν τη βγάζουν κάνοντας κούνια ενώ περιμένουν τους παράτολμους εξερευνητές να ξαναπηδήξουν το φράχτη, αλλά ακονίζουν τα νύχια τους και τρέχουν ταυτόχρονα προς το φράχτη μεθυσμένες από wanderlust, χωρίς ούτε στιγμή να τους περνάει από το μυαλό ότι θα τσαλακωθεί η γούνα τους –ή ακόμη και ότι μπορεί να σφηνώσουν.
Γενικά, αν ήμουν άλλος άνθρωπος, όχι απ’ αυτούς που δε σκίζουν ούτε παλιό Χρυσό Οδηγό επειδή έχει φορμάτ βιβλίου, μπορεί και να έκαιγα στο τζάκι μισό ράφι παιδικά εικονογραφημένα τίγκα στα στερεότυπα, απ’ αυτά που φαντάζομαι δεν έχετε αποφύγει να διαβάσετε κι εσείς σε άλλες τετράχρονες Στεφανίες. Σαν τη δική μου, που με δίπλωσε στα δύο πέρυσι με ένα απλό “έλα, βλε μαμά, γίνεται ο μάστορας να είναι κοπέλα;”.
Είναι μάλλον που δεν έχω αναγκαστεί ακόμα να έρθω ξανά (τριάντα χρόνια αργότερα) σε επαφή με σχολικά βιβλία.
Μπορεί να είναι (σκέφτεστε, σας βλέπω) και το ότι “αυτές οι φεμινίστριες” (και οι φεμινισταί) βλέπουν παντού φαντάσματα. Και συνωμωσίες.
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά συνωμωσία εδώ –φάντασμα μόνο, ίσως.
Το φάντασμα των στερεοτύπων με τα οποία μεγάλωσαν οι γενιές πριν από μας, και η δική μας επίσης, και τα οποία, όσο κι αν προσπαθούμε (και πετυχαίνουμε, συχνά) να απεμπολήσουμε, έχουν την ικανότητα να τρυπώνουν στον τρόπο που δουλεύουμε και σκεφτόμαστε, στον τρόπο που μιλάμε στα παιδιά, στους συναδέλφους μας, ακόμα και στον εαυτό μας.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να δαιμονοποιήσουμε τα βιβλία. Ή τις νεράιδες.
Ή τους συγγραφείς.
(Παρένθεση: υπάρχουν εξαιρέσεις, φυσικά, όμως η αλήθεια είναι πως, ναι, θεωρώ πρόβλημα το ότι η ελληνική εκδοτική παραγωγή του παιδικού και εφηβικού βιβλίου κυριαρχείται σήμερα, σε αυτό το βαθμό, από συγγραφείς με τους οποίους μεγάλωσα εγώ και οι συνομήλικοί μου τριαντασαραντάρηδες. Όχι γιατί οι δημιουργοί αυτοί δεν έχουν πράγματα να προσφέρουν ή πρέπει να παροπλιστούν από κάποια παιδαγωγική αστυνομία. Απλώς επειδή η δική μας εμμονή στο να γαλουχήσουμε τα παιδιά με ό,τι καλό μας μεγάλωσε τη δεκαετία του ’80 και η ευκολία των εκδοτών να ποντάρουν στη νοσταλγία μας δημιουργεί έδαφος εύφορο και για στερεότυπα και για ένα ιδιόρρυθμο παράλληλο λογοτεχνικό σύμπαν χωρίς υπολογιστές και ίντερνετ, όπου δεκάχρονα παιδιά χρησιμοποιούν μεταξύ τους τη λέξη “μελλούμενα” και “μερτικό”, ένα παιδικό σύμπαν φτιαγμένο από μεγάλους ενήλικες. Με άλλα λόγια: να μη διώξουμε τους παλιούς, να φέρουμε όμως (και να εμπιστευτούμε) περισσότερους καινούριους. Για την ισορροπία.)
Το πραγματικό ζήτημα είναι να έχουμε τα αφτιά και τα μάτια και τη γλώσσα και τα χέρια μας έτοιμα, εμείς που διαλέγουμε/αγοράζουμε/διαβάζουμε/εξηγούμε (ή και γράφουμε) τα βιβλία στα παιδιά. Για να τα εντοπίζουμε τα στερεότυπα. Να μην τα αφήνουμε να ξεγλιστράνε ασχολίαστα και αυτονόητα μέσα στις ιστορίες και στις κουβέντες μας. Να τα πιάνουμε από τα μαλλιά με τα μπικουτί και να τα φέρνουμε σβούρα. Να ρωτάμε τα παιδιά (και τους εαυτούς μας) αν είναι αλήθεια αυτό –το όποιο “αυτό”. Αν συμβαίνει γύρω μας πραγματικά. Αν είναι σωστό. Κι αν δεν είναι, πώς θα γίνει σωστότερο.
Να θυμίσουμε στην κάθε Στεφανία -και Στέφανο, παρακαλώ- ότι η μαμά τους δουλεύει και βγάζει δικά της λεφτά, ότι οι οικογένειες δε φτιάχνονται από απαιτητικές μέγαιρες και φοβικούς γιέσμεν ούτε από άβουλα θύματα και δεσπότες, ότι ο κόσμος γύρω τους είναι γεμάτος γιατρίνες, προγραματίστριες, μαστόρισσες και βουλεύτριες, γεμάτος Μαλάλες και Κέιτλιν Μοράν, γεμάτος άνεργες γυναίκες και άντρες που ψάχνουν με λύσσα για δουλειά, όχι για να ικανοποιήσουν παράλογα καπρίτσια αλλά για να ζήσουν με αξιοπρέπεια, να κάνουν τις περιπέτειες των ονείρων τους πραγματικότητα, μαζί, και να φτιαξουν έναν καλύτερο κόσμο.
Πηγή : www.stellakasdagli.com