Μου αρέσει να παίζω με την κόρη μου, πιστέψτε με, αλήθεια λέω. Το λατρεύω το παιχνίδι μαζί της. Όμως εκείνη είναι στα 2,5 προς 3 κι εγώ κοντά 43, όποτε μου είναι δύσκολο να κάνω τα τριπλά τόλουπ που επιθυμεί η μικρή ή να την κουβαλάω αενάως μέσα στο σπίτι. Η επιλογή του είδους του παιχνιδιού είναι κρίσιμη, αφενός μεν για να μην απογοητεύσω το παιδί, αφετέρου δε για την διατήρηση της δικής μου αρτιμέλειας.
Κακά τα ψέματα, αθλητής δεν υπήρξα ποτέ. Η φυσική μου κατάσταση ήταν και είναι ακατάστατη. Μετά από ένα 10ωρο στο γραφείο και 2 ώρες στο τιμόνι, μπροστά μου βλέπω σταυρόλεξα που έχουν μόνο οριζόντια. Φτάνοντας στο σπίτι, πάντα με αναζωογονεί το συρτό «μπαμπάααααα» που λέει η μικρή τρέχοντας στην αγκαλιά μου. Μετά το φαγητό λοιπόν, να’ μαστε στο σαλόνι για να περάσουμε το υπόλοιπο της βραδιάς μαζί, όσο απέμεινε δηλαδή από αυτό. Τότε είναι που ο καναπές φαντάζει το ομορφότερο σημείο του πλανήτη και με τραβά ωσάν σειρήνα πάνω του.
«Μπαμπά σήκω!»
Συναγερμός! Το πατρικό φίλτρο χτυπά κόκκινο και πετάγομαι απευθείας! Πες μου κορίτσι μου τι θέλεις να παίξουμε;«Αλογάκι» αποκρίνεται χωρίς δισταγμό το άτιμο το θηλυκό. Εμπρός, ανέβα, της απαντώ και πριν καλά καλά σηκωθώ από τον καναπέ, έχει ήδη σκαρφαλώσει στην πλάτη μου και πιαστεί από τον λαιμό μου. Σηκώνομαι λοιπόν και με τον καλπασμό ενός περήφανου Αραβικού αλόγου, διασχίζω το σαλόνι προς τον καθρέφτη, που η μικρή με καμάρι θα δει τον εαυτό της καβάλα στον μπαμπά της. Εγώ από την άλλη, συνεπαρμένος από το ιδιωτικό μου Ascot, της προσφέρω μια πλήρη εμπειρία ιππασίας με τα χλιμιντρίσματα, τους καλπασμούς, το τίναγμα της χαίτης και άλλα σπουδαία αλλά τόσο αστεία για την νεαρή αναβάτιδα.
Κάπου μεταξύ τραπεζαρίας και καθιστικού, το περήφανο άτι γίνεται ψωράλογο. Και πριν προλάβω να ξεφορτώσω, η μικρή προστάζει «μπαμπά, πάλι, πάλι». Ε ρε και να ‘μουν λέει ο Πύρρος Δήμας να την ανεβοκατεβάζω στο αρασέ σαν πούπουλο. Ή να ήμουν ο Κάχι Κακιασβίλι να την βουτήξω με ένα ζε-τε και να τη πάω στο ταβάνι. Επειδή όμως είμαι ο Νίκο Κοντοσούβι, ουχί εκ Γεωργίας ορμώμενος αλλά εκ Βλαχικών Βάρης, προσπαθώ να της κόψω την φόρα στολίζοντας, σε ένα ωραίο περιτύλιγμα, την επόμενη παιχνιδική μου πρόταση: «Θέλεις να βάλουμε όλα τα πλεϊ-μομπιλ στη σειρά να τα πάμε σχολείο;»
Με αυτά και τα άλλά, την καταφέρνω να σταματήσουμε τα ποδοβολητά για λίγο, ώσπου βαριέται τα μικρά θρυλικά ανθρωπάκια (γιατί Θεέ μου;). Πριν την δω να πιάνει το iPad στα χέρια, το οποίο δε θα της το ξεκολλάω μετά ούτε με ματσακόνι, τι να κάνω ο έρμος, σηκώνομαι πάλι και αρχίζω να κλωτσάω τα μπαλόνια εδώ κι εκεί επειδή της αρέσει πολύ αυτό και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Άλλο ένα δεκάλεπτο περνά, ώσπου της έρχεται η τρέλα για ένα τραγούδι που ακούγαμε the other day και μου το ζητά στο βι-ντι-ντι (όλα τα τραγουδο-ταινιο-μηχανήματα λέγονται VDD, εκ του DVD).
Άιντε λοιπόν και το τραγούδι και όπα είπα λέω μέχρι να βαρεθεί, αμήν και πότε άραγε και πόσο εγώ να αντέξω; Πέρασε ή ώρα ή απλώς μου φαίνεται; Τι μόνο 40 λεπτά; Κάτσε βρε πουλάκι μου κάτω να κάνουμε κάτι άλλο, να ζωγραφίσουμε να φτιάξουμε ένα παζλ, αμάν πότε θα σε μάθω να παίζουμε κανένα επιτραπέζιο; Από αυτά τα μεγάλα τα ωραία, με τα ζάρια και τις κάρτες και τα πιόνια, που παίζονται στο-τρα-πέ-ζι και όλοι καθόμαστε στις-κα-ρέ-κλες;
Και σκεπτόμενος όλα αυτά, να σου και οι τύψεις για το τι πατέρας είμαι και τι θα γράψει για μένα η ιστορία. Και όταν στα 135 μου, πάω να συναντήσω τον Δημιουργό (τον Jimi Hendrix δηλαδή), πρέπει να φουσκώνω σαν παγώνι γιατί ήμουν ο καλύτερος μπαμπάς. Αλλά θα είμαι? Ε, ναι λοιπόν θα είμαι! Ή μάλλον, ήδη είμαι. Μου το’ πε και η μικρή προχτές!
Μπαμπά σήκω!
Πάω για ύπνο. Αύριο πάλι. Παίξε με τη μάνα σου.
Πηγή : http://www.brightsideofmom.gr